εξομολογώ

εξομολογώ
εξομολογώ
1) исповедовать;
2) εξομολογιέμαι, εξομολογούμαι — исповедоваться
Этим.
<εξ- + ομολογώ «признавать, исповедовать, соглашаться»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξομολογώ" в других словарях:

  • εξομολογώ — εξομολογώ, εξομολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. εξομολογάω Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξομολογώ — (AM ἐξομολογῶ, έω) [εξομολόγος] Ι. ακούω την εξομολόγηση, την αποκάλυψη τών αμαρτημάτων κάποιου ΙΙ. μέσ. εξομολογούμαι (AM ἐξομολογοῡμαι, έομαι) 1. ομολογώ τα αμαρτήματά μου στον πνευματικό για να συγχωρηθούν 2. ομολογώ, αποκαλύπτω νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • εξομολογάω — / εξομολογώ (παρατατ. ούσα), εξομολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο. Το ρ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξομολογιέμαι — εξομολογιέμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξομολογούμαι — εξομολογούμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. εξομολογιέμαι Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (ε)ξαγορεύω — (ε)ξαγόρεψα, (ε)ξαγορεύτηκα, μτβ. 1. (για ιερέα), εξομολογώ κάποιον. 2. το μέσ., (ε)ξαγορεύομαι εξομολογούμαι τα κρίματά μου στον ξαγορευτή (τον εξομολόγο, τον πνευματικό). ξαγορεύω ξαγόρεψα, ξαγορεύτηκα 1. μτβ., εξομολογώ κάποιον. 2. αμτβ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εξομολογητήριο — το [εξομολογώ] χώρος τού ναού στον οποίο τελείται το μυστήριο τής εξομολογήσεως …   Dictionary of Greek

  • εξομολογητής — ο [εξομολογώ] εξομολόγος, πνευματικός …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»